- καυκί
- το (ΑΜ καυκίον, Μ και καυκίν και καυχίν)κύπελλο, ποτήρι, κύλικας («καυκὶν κρασὶν οὐ δίδουν μου», Πρόδρ.)νεοελλ.1. ξύλινο ή λίθινο μαγειρικό σκεύος, η καυκιά2. βαθιά πιατέλα, γαβάθα3. το όστρακο χελώνας ή άλλων οστρακοδέρμων, το καβούκι4. η επιγονατίδα5. στον πληθ. τα καυκιάοι δίσκοι τής ζυγαριάς6. παροιμ. «το καυκί με την αράδα στο τραπέζι τριγυρίζει» — σε ομαδική συνεργασία δεν έχουν θέση οι προτιμήσειςμσν.1. κοίτη ποταμού2. δίσκος με τον οποίο οι κωμοδρόμοι* συνέλεγαν από τους θεατές χρήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < καυκ-ίον < καῦκος, ὁ + υποκορ. κατάλ. -ί (ον), πρβλ. γατ-ί, παιδ-ί].
Dictionary of Greek. 2013.